- παλμικός
- -ή, -ό (Α παλμικός, -ή, -όν) [παλμός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμόνεοελλ.1. αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις»)2. φρ. «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»γλωσσ. τα σύμφωνα που, χάρη στην πίεση τού αέρα, αρθρώνονται με παλμική κίνηση ενός αρθρωτή πάνω σε έναν άλλο, όπως είναι λ.χ. το ρω τής Ελληνικήςαρχ.φρ. «Παλμικὸν οἰώνισμα» — τίτλος έργου τού Ποσειδωνίου.επίρρ...παλμικώςμε παλμούς, με παλμικές κινήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.